- οσμογράφος
- ο(δ. γρφ.) βλ. ωσμογράφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ωσμογράφος — και ωσμωγράφος και εσφ. τ. οσμογράφος, ο, Ν όργανο για την μέτρηση τής ώσμωσης, ωσμομετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠσμός / ώσμωση + γράφος*] … Dictionary of Greek